«Η Καϊλή, το καϊλό κορίτσι αυτό, πήγε στις Βρυξέλλες, την πιάσαν, δηλαδή, εκείνη τη στιγμή, προσπαθούσε να περάσει ένα νομοσχέδιο, δεν ξέρω τι έκανε, και την πήγαν, λοιπόν, και έλεγε στον άνθρωπο, δηλαδή, ήταν ταραγμένη, είμαστε, πώς έλεγε η Βασιλειάδου, βέρι, βέρι χολοσκασμένοι, και γυρνάει, λέει, στο σπίτι μου έλεγε αυτή δηλαδή, γυρνάω στο σπίτι μου, του λέει, και πάω να πέσω στο κρεβάτι μου, κύριε ανακριτά, και λέω, εδώ κάτι, σκλήρυνε το στρώμα απότομα; Το πιστεύετε, κύριε ανακριτά;
Κάποιος πήρε το σεντόνι μου και έβαλε ενάμιση εκατομμύριο από κάτω! Να μην μπορώ να κλείσω μάτι όλη νύχτα! Σηκώνομαι πρωί πιασμένη, του λέει, και λέω, ρε πατέρα, πάρ’ τα 600.000 να τα πας μια βόλτα. Άσε εμένα τα 400.000 στις μαξιλαροθήκες και αυτά τα 600.000 δώσ’ τα για κλινοσκέπασμα κάπου σε κάποιον άστεγο. Εμείς είμαστε, πώς να το πω, σοσιαλιστές, δηλαδή, ληστές σόσιαλ. Ληστεύουμε το μυαλό της κοινωνίας. Ή η κοινωνία παίζει τον ανήξερο νου που ληστεύεται;
83 ευρώ είχε η κοπέλα στο πορτοφόλι της και έψαχνε 2 ευρώ να πάρει λαχανάκια Βρυξελλών και βρήκε κάτι 500ευρα στο χαρτί υγείας. Και ο πατέρας της έκανε ντελίβερι στο άγνωστο Βέλγιο μία τσάντα με λεφτά. Αυτός ο Ιταλός δεν είχε πατέρα κι έβαλε τον δικό σου;
Είναι πολλά τα λεφτά, Εύα. Πόσες μαλ@@ιες θα ακούσουμε, πόσο μαλ@@ες θα γίνουμε, πόσο αστόχαστοι γίναμε; Πώς έχει μετατραπεί ένας λαός σε τόσο μαλ@@α; Απαγορεύεται οποιαδήποτε αλήθεια, οποιαδήποτε σάτιρα.
Συμπτωματικά μιλούσε υπέρ του Κατάρ, συμπωματικά συναντούσε το Κατάρ, αλλά το καταραμένο το χρήμα το έπαιρνε ο άνδρας της. Συμπτωματικά…»